ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΜΕ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ (ή «βυζαντινισμοί» στα καθ΄ημάς…)

 

 



Συναδέλφισσες, συνάδελφοι

Στις 3 Απριλίου προωθήσαμε στις ηλεκτρονικές σας διευθύνσεις καταγγελία της ΟΛΜΕ για την διαδικασία επιλογής διευθυντών που στήθηκε με προχειρότητα, με αδιευκρίνιστο θεσμικό πλαίσιο και κατά τόπους διαφοροποιήσεις που εγείρουν πολλά ερωτηματικά και συνιστούν ουσιαστικά κατάργηση της αρχής της  ίσης αντιμετώπισης των υποψηφίων. 

Στο νομό Χαλκιδικής, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής διευθυντών για τα σχολεία και τα εργαστηριακά κέντρα του ν. Χαλκιδικής έχουμε να παρατηρήσουμε τα παρακάτω:

  Το Τοπικό Συμβούλιο Επιλογής αποτελείται κατά 90% από μέλη που ανήκουν πολιτικά στον χώρο που εκπροσωπεί η παρούσα κυβέρνηση. Ακόμα, συμμετέχουν οι σύζυγοι 2 υποψήφιων διευθυντών, ως αναπληρωματικές βέβαια -που εννοείται ότι θα απείχαν αν εξετάζονταν οι σύζυγοί τους αλλά που μπορεί παρόλα αυτά να συμμετείχαν στην εξέταση των «αντιπάλων» των συζύγων τους που διεκδικούσαν τα ίδια σχολεία.

Κατά τη μοριοδότηση παρατηρήθηκε το φαινόμενο, για το οποίο είναι πολλές οι καταγγελίες σε όλη την Ελλάδα, της διαφορετικής αντιμετώπισης κάποιων κριτηρίων. Συγκεκριμένα σε άλλα Τοπικά Συμβούλια Επιλογής αποδόθηκαν τα μόρια στους αιτούντες διευθυντές ενώ σε άλλα όχι (για παράδειγμα τα μόρια από τα Erasmus+ που αποδόθηκαν φειδωλά στο δικό μας Τ.Σ.Ε, είτε μόρια από δημοσιεύσεις τα οποία δεν προσμετρήθηκαν).  

Κατά την προσωπική συνέντευξη για το σκέλος του εντοπισμού του κριτηρίου γ΄[1] παρατηρήθηκε το φαινόμενο να γίνονται ένα δύο ερωτήσεις από ένα εξειδικευμένο θέμα αρμοδιότητας του διευθυντή σχολικής μονάδας και όχι περισσότερες ερωτήσεις που θα βοηθούσαν στη διερεύνηση της ευρύτερης γνώσης των εκπαιδευτικών θεμάτων, σαν να πρέπει ο διευθυντής να ξέρει απέξω τους νόμους και όχι να ξέρει να εντοπίζει εκείνη τη στιγμή τους νόμους και να τους εφαρμόζει. Ειδικότερα σε υποψήφιους μη αρεστούς ερωτήθηκαν λεπτομέρειες από θεματικές που είχε τη μικρότερη πιθανότητα να έχει γνώση ο υποψήφιος και εξαντλήθηκαν οι ερωτήσεις σε αυτές. Ενώ στους «ημέτερους» ερωτήθηκαν απλούστερα και πιο συνηθισμένα πράγματα.

Μετά τη βαθμολόγηση της προσωπικής συνέντευξης, στις πρώτες 10-20 θέσεις της βαθμολογίας, που έλαβαν 18 και 19 (εδώ τουλάχιστον απέφυγαν να βάλουν σε όλους εικοσάρια), παρατηρείται το φαινόμενο να ανήκει κομματικά στην υπάρχουσα κυβέρνηση η συντριπτική πλειοψηφία (με κάποιες λίγες εξαιρέσεις). 

Ακόμα, υποψήφιοι σκαρφάλωσαν 8 και 9 και 10 θέσεις στον πίνακα κατάταξης καθώς βαθμολογήθηκαν με 19 μόρια και παραπάνω στην προσωπική συνέντευξη ενώ άλλοι υποψήφιοι κατρακύλησαν ακόμα και 11 με 14 θέσεις (ακόμα και υποψήφιοι που είχαν τοποθετηθεί σε ανώτερες θέσεις ευθύνης παλαιότερα). 

Στο 35,8 % των περιπτώσεων χειροτέρεψε η θέση κατάταξης των υποψηφίων καθώς κάποιοι βαθμολογήθηκαν πολύ αυστηρά (ακόμα και με 12 στα 20 μόρια) ενώ στο 45,3 % βελτιώθηκε η θέση κατάταξης των υποψηφίων από 1 έως και 10 θέσεις 16,9 %  διατήρησαν τη θέση τους, μεταξύ αυτών και οι 4 πρώτοι). Στις περισσότερες των περιπτώσεων η βαθμολογία δόθηκε με χειρουργική ακρίβεια ώστε να βελτιώνεται η θέση κάποιου τόσο όσο ακριβώς χρειάζεται για να καταλάβει τη θέση του διευθυντή σε ένα σχολείο που θέλει, αλλά όχι περισσότερο, ώστε να μην κινδυνεύσει άλλος αρεστός υποψήφιος, καθώς φαίνεται να είχε προαποφασιστεί σε ποιον ακριβώς θα «δοθούν τα σχολεία» από την αρχή της διαδικασίας των δηλώσεων των επιλογών των υποψηφίων.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν για ακόμα μία φορά ότι η προσωπική συνέντευξη δεν χρησιμοποιείται για τον αντικειμενικό λόγο της διερεύνησης της συγκρότησης της προσωπικότητας του υποψήφιου, αλλά ως εργαλείο που οδηγεί στην ανάδειξη των «ημέτερων» και την καταβαράθρωση των άλλων. Οι διευθυντές που θα τοποθετηθούν τώρα θα παραμείνουν ως διευθυντές για επόμενα 4 χρόνια, συνεπώς και στις επόμενες κρίσεις, όποτε και αν γίνουν και από όποια κυβέρνηση και με όποιον διαφορετικό τρόπο μοριοδότησης, πάντα θα προηγούνται από τους άλλους καθώς θα έχουν συγκεντρώσει τα μόρια από αυτή την θητεία κατά την οποία «προικοδοτήθηκαν» με τους τρόπους που προαναφέραμε. 

Μία άλλη παράμετρος που δεν πρέπει να αγνοηθεί είναι ο ρόλος που η σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου παιδείας επιδιώκει να αναθέσει στα στελέχη της εκπαίδευσης και ειδικότερα στους διευθυντές. Μετά τους συμβούλους αξιολογητές, θέλει να επιβάλει και διευθυντές αξιολογητές, που θα αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν και να διεκπεραιώσουν χωρίς αντίρρηση αντιδραστικά σχέδια. Είναι προφανές ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο, παύει να υφίσταται η συνθήκη που διασφαλίζει ότι ο χώρος της εκπαίδευσης είναι κατεξοχήν πεδίο δημοκρατικής λειτουργίας και άμεσης συμμετοχής εκπροσώπων του Κλάδου  -συμμετοχής που «πατάει» στην ομαλή λειτουργία των Συλλόγων διδασκόντων και της συνεργασίας τους με τους διευθυντές, η οποία πρέπει να γίνεται με όρους ελευθερίας. 

Ακόμα αποδεικνύεται πόσο ουσιαστική είναι η συμμετοχή των αιρετών στα Συμβούλια Επιλογής αφού είναι δεδομένο ότι με την παρουσία έστω κι ενός μόνου διαφωνούντος μέλους, το «μαγείρεμα» δεν θα μπορούσε να γίνει ούτε τόσο εύκολα ούτε χωρίς αντιδράσεις.


Εν κατακλείδι θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι οι υπηρεσιακές μεταβολές και η επιλογή στελεχών, όπως και κάθε διαδικασία που αφορά το μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης, δεν πρέπει να γίνεται εσπευσμένα, ούτε μέσω αμφιλεγόμενων τακτικών και σίγουρα είναι ηθική επιταγή να σταματά σε προεκλογική περίοδο. 


 


 [1] η συστηματικήενημέρωση στα εκπαιδευτικά ζητήματα, καθώς και οι γνώσεις και οι ικανότητες του υποψηφίου σε θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή Σχολικής Μονάδας και Εργαστηριακού Κέντρου: δέκα (10) μονάδες

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια